- διαθροίζω
- διαθροίζω,A collect, Gal.12.185.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαθροιζομένης — διαθροίζω collect pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) διαθροϊζομένης , διαθροίζω collect pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθροίσαντες — διαθροίζω collect aor part act masc nom/voc pl διαθροΐσαντες , διαθροίζω collect aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)